-
1 люк
-
2 западня
-и θ.1. παγίδα, φάκα, δόκανο. || μτφ. ενέδρα, δόλος, απάτη.2. (διαλκ.) γλαβανή, καταπακτή. -
3 кингстон
-а α. (ναυτ.) καταπακτή του Κίγκστον, μπουκαπόρτα. -
4 люк
-а α.1. καταπακτή, (γ)κλαβανή, κεπέγκι, μπουκαπόρτα.2. θυρίδα.
См. также в других словарях:
καταπακτή — και καταπαχτή, η (Α καταπακτή) νεοελλ. 1. οριζόντια θύρα στο δάπεδο η οποία οδηγεί στο υπόγειο, κν. γκλαβανή 2. ναυτ. η κάθοδος τού πλοίου, κν. μπουκαπόρτα αρχ. (ως επίθ. μόνο στη φρ.) «καταπακτὴ θύρα» η καταπακτή, η οριζόντια θύρα που οδηγεί στο … Dictionary of Greek
καταπακτή — η οριζόντια πόρτα στο δάπεδο που οδηγεί σε υπόγειο: Άνοιξε την καταπακτή και κατέβηκε στο υπόγειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
βούκα — η (AM βούκα) 1. μπουκιά 2. μάγουλο 3. καταπακτή πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο»] … Dictionary of Greek
γκλαβανή — και κλαβανή και κλιβανή, η 1. οπαίο τής στέγης που κλείνει με κινητή πλάκα ή σανίδα και χρησιμεύει για φωτισμό, αερισμό ή έξοδο στο δώμα 2. καταπακτή τού ισόγειου πατώματος που βρίσκεται πάνω από σκάλα και χρησιμεύει για την κάθοδο στο υπόγειο.… … Dictionary of Greek
επιρρακτός — ἐπιρρακτός, ή, όν (Α) [επιρρήγνυμι] 1. αυτός που πέφτει με δύναμη κάπου 2. (για πόρτα) αυτή που κλείνει από πάνω προς τα κάτω, καταπακτή, γκλαβανή 3. (για ποτό) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα … Dictionary of Greek
κάθετος — η, ο, θηλ. και ος (Α κάθετος ον) [καθίημι] 1. αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, ο κατακόρυφος προς την επιφάνεια τής γης 2. (γεωμ.) αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία (α. «κάθετα επίπεδα, β. «κάθετη τομή») 3 … Dictionary of Greek
καβιοθύρα — καβιοθύρα, ἡ (Α) θύρα από την οποία κατέβαινε κάποιος σε υπόγειο, καταπακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cavea «κοίλωμα, φυλακή» + θύρα] … Dictionary of Greek
καθέκτης — ο (Μ καθέκτης) 1. καταπακτή, οριζόντια πόρτα πάνω σε δάπεδο, η οποία εμποδίζει την κάθοδο σε υπόγειο, γκλαβανή 2. ναυτ. χαμηλό υπόστεγο που βρίσκεται πάνω από κάθε σκάλα καθόδου από το κατάστρωμα πλοίου προς το κύτος του, για να προστατεύει από… … Dictionary of Greek
καπάντζα — η 1. παγίδα για τη σύλληψη πτηνών ή ποντικών 2. καταπακτή 3. πρόσθετο παραθυρόφυλλο με το οποίο καλύπτονται οι βιτρίνες τών καταστημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapanca] … Dictionary of Greek
καταρρακτός — και καταρ(ρ)αχτός, ή, ό (Α καταρρακτός ή, όν) [καταρράσσω] 1. αυτός που πέφτει από πάνω και με ορμή («καταρρακτή θύρα» η καταπακτή, Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η καταρράκτη σιδερένια πόρτα φρουρίου πίσω από τάφρο με νερό νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek